ματεῖ — ματάω to be idle pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματάω to be idle pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мну — мнёшь, инф. мять, укр. мну, м᾽яти, мняти, цслав. мьнѫ, мѧти, болг. мъна мну (Младенов 310), словен. meti, manem тереть , др. чеш. mnu, mieti, слвц. mnem, mät᾽, польск. mnę, miąc давить, мять . Ср. также гумно. Родственно лит. mìnti, minù… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
смотреть — смотрю, диал. мотреть, олонецк., казанск., нижегор.; укр. смотрiти, смотрю, др. русск. съмотрѣти, ст. слав. съмотрити καταμαθεῖν, κατανοῆσαι (Супр. и др.), цслав. мотрити, мощрɪѫ, болг. мотря смотрю , сербохорв. мо̀трити, мо̀три̑м – то же, словен … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μαντέρνο, Κάρλο — (Carlo Maderno, Καπολάγκο, Καντόνι Τικίνου 1556 Ρώμη 1629). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Λομβαρδούς καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν στη Ρώμη τον 16o και 17o αι. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ… … Dictionary of Greek
Μαρτίνι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Martini, Μπολόνια 1706 – 1784). Ιταλός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Μπήκε στις τάξεις των φραγκισκανών μοναχών και χειροτονήθηκε ιερέας το 1722. Σχετίστηκε με τους πιο φημισμένους μουσικούς της εποχής του (Γκλουκ, Ραμό … Dictionary of Greek
Πατσίνι — (Pacini). Επώνυμο 2 Ιταλών συνθετών. 1. Αντώνιος Γαετάνος (1778 – 1866). Απόφοιτος του ωδείου της Νεάπολης, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου δίδαξε φωνητική μουσική. Είναι συνθέτης μελοδράματος με τον τίτλο Ισαβέλα και Γερτρούδη (1805) και του… … Dictionary of Greek
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek
men-2 — men 2 English meaning: to step, tread over, press Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken” Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… … Proto-Indo-European etymological dictionary