μάτει

μάτει
μάτος
search
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
μάτεϊ , μάτος
search
neut dat sg (epic ionic)
μάτος
search
neut dat sg
ματάω
to be idle
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
ματάω
to be idle
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
ματέω
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ματέω
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ματεῖ — ματάω to be idle pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματάω to be idle pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ματέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мну — мнёшь, инф. мять, укр. мну, м᾽яти, мняти, цслав. мьнѫ, мѧти, болг. мъна мну (Младенов 310), словен. meti, manem тереть , др. чеш. mnu, mieti, слвц. mnem, mät᾽, польск. mnę, miąc давить, мять . Ср. также гумно. Родственно лит. mìnti, minù… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • смотреть — смотрю, диал. мотреть, олонецк., казанск., нижегор.; укр. смотрiти, смотрю, др. русск. съмотрѣти, ст. слав. съмотрити καταμαθεῖν, κατανοῆσαι (Супр. и др.), цслав. мотрити, мощрɪѫ, болг. мотря смотрю , сербохорв. мо̀трити, мо̀три̑м – то же, словен …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαντέρνο, Κάρλο — (Carlo Maderno, Καπολάγκο, Καντόνι Τικίνου 1556 Ρώμη 1629). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Λομβαρδούς καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν στη Ρώμη τον 16o και 17o αι. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Martini, Μπολόνια 1706 – 1784). Ιταλός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Μπήκε στις τάξεις των φραγκισκανών μοναχών και χειροτονήθηκε ιερέας το 1722. Σχετίστηκε με τους πιο φημισμένους μουσικούς της εποχής του (Γκλουκ, Ραμό …   Dictionary of Greek

  • Πατσίνι — (Pacini). Επώνυμο 2 Ιταλών συνθετών. 1. Αντώνιος Γαετάνος (1778 – 1866). Απόφοιτος του ωδείου της Νεάπολης, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου δίδαξε φωνητική μουσική. Είναι συνθέτης μελοδράματος με τον τίτλο Ισαβέλα και Γερτρούδη (1805) και του… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

  • men-2 —     men 2     English meaning: to step, tread over, press     Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken”     Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”